παντοτινάκτης
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ου, ὁ,
A All-Shaker, epith. of Zeus, Orph.H.15.8.
German (Pape)
[Seite 465] ὁ, der Allerschütterer, Zeus, Orph. H. 14, 8.
Greek (Liddell-Scott)
παντοτῐνάκτης: -ου, ὁ, ὁ τὰ πάντα σείων, Ὀρφ. Ὕμν. 14. 8.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που σείει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + τινάσσω (πρβλ. θυρσο-τινάκτης)].