ὠκύπλοος

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ον,

   A quick-sailing, Hsch. s.v. ὁ ὠκύκλοος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύπλοος: -ον, «ὁ ταχὺ πλέων» Ἡσύχ.· «ὠκυπλόων, ταχυπόρων» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ταχὺ πλέων»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ταχύπορος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πλόος (< πλέω), πρβλ. ταχύ-πλοος].