παγκάκουργος
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A utterly wicked, Hsch. s.v. παναίγυλος.
German (Pape)
[Seite 435] ganz boshaft, Hesych. v. παναίγυλος.
Greek (Liddell-Scott)
παγκάκουργος: -ον, παντελῶς κακοῦργος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. παναίσυλος.
Greek Monolingual
παγκάκουργος, -ον (Α)
πολύ κακούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κακοῦργος.