καταθραύω

Revision as of 14:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A break in pieces, shatter, Pl.Plt.265d, Ti.56e (Pass.), Plu.2.949c; εἰς λεπτά Gal.18(1).471.

German (Pape)

[Seite 1349] (s. θραύω), zerbrechen, zermalmen, Plat. Polit. 265 d; καταθραυσθῇ Tim. 56 e; Sp., wie Plut. reg. et imper. apophth. p. 88; – κατάθραυστος, zerbrochen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καταθραύω: θραύω εἰς τεμάχια, συντρίβω, Πλάτ. Πολιτικ. 265D, Τίμ. 56Ε· εἰς λεπτὰ Γαλην. 12. 357.

French (Bailly abrégé)

briser, fracasser.
Étymologie: κατά, θραύω.

Greek Monolingual

καταθραύω (Α)
θραύω σε κομμάτια, συντρίβω, κατασπάζω.

Greek Monotonic

καταθραύω: μέλ. -σω, σπάω σε κομμάτια, κομματιάζω, συντρίβω, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταθραύω: разбивать на части (ἀγέλην Plat.; τὰ σώματα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-θραύω in stukken breken, verbrijzelen.

Middle Liddell

fut. σω
to break in pieces, shatter, Plat.