κατασπάζω

From LSJ

Greek Monolingual

και κατασπάνω και κατασπώ (AM κατασπῶ, -άω)
σπάζω κάτι τελείως, το κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω
νεοελλ.
εκνευρίζω κάποιον υπερβολικά
αρχ.
1. τραβώ κάτω
2. (για πλοία) σύρω στη θάλασσα
3. δρέπω καρπούς από κάποιον
4. πάσχω από σπασμούς
5. λιποθυμώ
6. έλκω προς τα κάτω ή προς τα έξω
7. εξάγω
8. καταπίνω, καταβροχθίζω
9. γκρεμίζω, καταστρέφω
10. διασπώ
11. κατεβάζω, χαμηλώνω τον τόνο
12. επισπεύδω, επιταχύνω
13. παθ. κατασπῶμαι
(για σπασμένο οστό) μετατίθεμαι προς τα κάτω, μετατοπίζομαι
14. (το απρμφ. ως ουσ.) τὸ κατασπᾶν
μια από τις λαβές της πάλης.