ἀνυποτακτέω
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
A to be unruly, insubordinate, Sch.Od.19.179.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυποτακτέω: εἶμαι ἀνυπότακτος, ἀκατάστατος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Τ. 179.
Spanish (DGE)
insubordinarse Sch.Od.19.179, cf. Origenes Comm.in Eph.1.22.