Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
adv.non virilement, lâchement.Étymologie: ἄνανδρος.
ἀνάνδρως: немужественно, малодушно Plat., Plut.: ἀ. διακεῖσθαι или ἔχειν Isocr. быть малодушным.