τραχέως

From LSJ
Revision as of 04:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχέως Medium diacritics: τραχέως Low diacritics: τραχέως Capitals: ΤΡΑΧΕΩΣ
Transliteration A: trachéōs Transliteration B: tracheōs Transliteration C: tracheos Beta Code: traxe/ws

English (LSJ)

   A v. τραχύς 11.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχέως: Ἐπίρρ. τοῦ τραχύς, ὅ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec âpreté ou rudesse ; fig. τρηχέως (ion.) περιέπεσθαι HDT être durement traité ; τραχέως φέρειν PLUT être entêté ; τραχέως ἔχειν ISOCR être rude;
Cp. τραχύτερον, Sp. τραχύτατα.
Étymologie: τραχύς.

Greek Monolingual

και ιων. τ. τρηχέως Α
επίρρ. βλ. τραχύς.

Greek Monotonic

τρᾱχέως: επίρρ. του τραχύς.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχέως: ион. τρηχέως
1) грубо, сурово, свирепо (περιέπεσθαι ὑπό τινος Her.; ὑλακτεῖν Plut.): τ. ἔχειν τινί Dem. сердиться на кого-л.;
2) негодующе (φέρειν τι Plut.).