ὑβριστικῶς
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
French (Bailly abrégé)
adv.
avec insolence, arrogance ou violence.
Étymologie: ὑβριστικός.
Russian (Dvoretsky)
ὑβριστικῶς: нагло, дерзко Xen., Plat. etc.