Κιμβρικός
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
des Cimbres.
Étymologie: Κίμβροι.
Russian (Dvoretsky)
Κιμβρικός: кимбрский Plut.