Εὐμολπίδαι
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Greek (Liddell-Scott)
Εὐμολπίδαι: «οὕτως οἱ ἀπὸ Εὐμόλπου ἐκαλοῦντο, τοῦ πρώτου ἱεροφαντήσαντος...» Ἡσύχ., Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
les Eumolpides, famille sacerdotale à Athènes.
Étymologie: Εὔμολπος.
Russian (Dvoretsky)
Εὐμολπίδαι: οἱ Эвмолпиды (потомки Эвмолпа, один из двух жреческих родов в Афинах - Εὐ. и Κήρυκες - из которого избирались ἱεροφάντης и ἐξηγηταί) Soph., Thuc., Arst., Diod.