αἰχμαλωτικός

From LSJ
Revision as of 14:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμᾰλωτικός Medium diacritics: αἰχμαλωτικός Low diacritics: αιχμαλωτικός Capitals: ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aichmalōtikós Transliteration B: aichmalōtikos Transliteration C: aichmalotikos Beta Code: ai)xmalwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a prisoner, E.Tr. 871.

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμᾱλωτικός: ή όν, ἀνήκων εἰς ἢ κατάλληλος δι’ αἰχμάλωτον, Εὐρ. Τρῳ. 871.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de prisonnier de guerre, de captif.
Étymologie: αἰχμάλωτος.

Spanish (DGE)

(αἰχμᾰλωτικός) -ή, -όν
de prisioneros, de cautivos δόμοι E.Tr.871.

Greek Monolingual

αἰχμαλωτικός, -ή, -όν (Α) αἰχμάλωτος
αυτός
που ανήκει ή αρμόζει σε αιχμάλωτο.

Greek Monotonic

αἰχμᾰλωτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για έναν αιχμάλωτο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰχμᾰλωτικός: предназначенный для пленнных (δόμοι Eur.).

Middle Liddell

[from αἰχμάλωτος
of or for a prisoner, Eur.