τοιχόκρανον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A top of a wall, coping, Ph.Bel.83.19.
German (Pape)
[Seite 1125] τό, Mauerkopf, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
τοιχόκρᾱνον: τό, ἡ κορυφὴ τοίχου, Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σελ. 83.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το ανώτατο άκρο, η κορυφή του τοίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -κρανον (< κρᾶνον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. κιονό-κρανον].