ἀκηδιάω
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (LSJ)
A to be careless, Zos.Alch. p.133B. 2 to be exhausted, weary, LXX Ps.60(61).2, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηδιάω: εἶμαι ἄφροντις ἢ ἀπερίσκεπτος, Βασίλ., Ἰω. Χρυσ. 2) εἶμαι νεναρκωμένος, ἐξηντλημένος, καταπεπονημένος, Ἑβδ. (Ψαλ. ξ΄, 2. ρμβ΄, 4, κτλ.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): contr. -ῶ
1 descuidarse βλέπε μὴ ἀκηδιάσῃς ἐν τῷ καιρῷ τῆς λευκώσεως Zos.Alch.133.20.
2 estar triste, angustiarse πρὸς σὲ ἐκέκραξα ἐν τῷ ἀκηδιάσαι τὴν καρδίαν μου LXX Ps.60.3.
3 desanimarse μὴ ἀκηδιῶμεν πρὸς τὰ παρόντα Basil.M.32.584B
•encontrarse en estado de acidia ἀκηδιῶν οὖν καθ' ἑαυτόν Pall.H.Laus.21.3
•estar hastiado Chrys.M.59.322, ἐὰν γὰρ θελήσωμεν ἐσθίοντες κορεσθῆναι, ταχέως ἀκηδιάσαντες ἐφ' ἑτέραν τραπησόμεθα ἐπιθυμίαν Marc.Er.Iei.1.10.