καυχός

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυχός Medium diacritics: καυχός Low diacritics: καυχός Capitals: ΚΑΥΧΟΣ
Transliteration A: kauchós Transliteration B: kauchos Transliteration C: kafchos Beta Code: kauxo/s

English (LSJ)

καυχοῦς,

   A v. χαλκός, χαλκοῦς. κάφα· λουτήρ (Lacon.), Hsch. (Lacon.form of σκάφη). καφάζειν· γελᾶν, Id. καφάν, Dor. for κηφήν, Id. καφίδιος, v. κηφ-. κάφος, = κάπος, EM 499.38.

Greek Monolingual

καυχός και καυχοῡς, ὁ (Α)
επιγρ. χαλκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καυχός είναι κρητικός και προήλθε < αμάρτυρο καλχός < χαλκός με μετάθεση της δασύτητας].