στύγνωσον
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
χώρισον, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χώρισον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιος τ., πιθ. εσφαλμένος].
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χώρισον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιος τ., πιθ. εσφαλμένος].