τετράνομον
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A coin of value of 4 νόμοι (v. νόμος 111), Inscr.Délos407.21, 442 B215 (both ii B.C.), cf. p.348.
Greek Monolingual
τὸ, Α
νόμισμα αξίας τεσσάρων νόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + νόμος / νοῦμμος «είδος νομίσματος»].