θαιραῖος
From LSJ
Full diacritics: θαιραῖος | Medium diacritics: θαιραῖος | Low diacritics: θαιραίος | Capitals: ΘΑΙΡΑΙΟΣ |
Transliteration A: thairaîos | Transliteration B: thairaios | Transliteration C: thairaios | Beta Code: qairai=os |
α, ον,
A for axles, ξύλα Poll.1.253.
[Seite 1181] s. θαιρός.
θαιραῑος, -αία, -ον (Α) θαρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θαιρό, σε άξονα τροχού («θαιραῑα ξύλα» — ξύλα τα οποία χρησιμοποιούνταν για κατασκευή αξόνων, Πολυδ.).