φιλοσκωμμοσύνη
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ἡ,
A fondness for scoffing or jesting, Poll.5.161.
German (Pape)
[Seite 1285] ἡ, Neigung, Hang zum Spotten, Poll. 5, 161.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοσκωμμοσύνη: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὰ σκώμματα, ἢ τοὺς ἀστεϊσμούς, Πολυδ. Ε΄, 161.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλοσκώμμων, -ονος]
η αγάπη προς τα σκώμματα, η σκωπτική διάθεση.