αὐτεῖ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
Adv., Dor. for αὐτοῦ, Isyll.73, IG12(3).248.19 (Anaphe), A.D.Synt.238.9; Boeot. αὐτῖ, Schwyzer 462 A 5 (Tanagra, iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτεῖ: Ἐπίρρ. Δωρ. ἀντὶ αὐτοῦ, Ἀπολλώνιος π. Συντάξ. 335, Γρηγ. Κορίνθου 351.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): beoc. αὐτῖ Corinn.(?)39.7.5, Schwyzer 462A.5 (Tanagra III a.C.)
adv. dór. aquí mismo, allí mismo, en el mismo lugar οὐ γὰρ ... Ἁγησιχόρα πάρ' αὐτεῖ Alcm.1.79, ἄγαλμα ... αὐτεῖ καταισχύνωμεν Stesich.88.2.10S., αὐτῖ λιπών Corinn.l.c., αὐτῖ ἰαόντυς Ταναγρήυς Schwyzer l.c., ἀλλὰ μέν' αὐτεῖ Isyll.73, στάλας ... αὐτεῖ καταστᾶσαι IG 12(3).248.19 (Anafe), explicación morfológica en A.D.Synt.338.2.