διέσσυτο
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
v. sub διασεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
διέσσῠτο: ἴδε ἐν λ. διασεύω.
French (Bailly abrégé)
v. διασεύομαι.
English (Autenrieth)
see διασεύομαι.
Greek Monotonic
διέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του διασεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
διέσσῠτο: Hom. 3 л. sing. aor. к διασεύομαι.