θωρηκοφόρος
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ον, Ion. for θωρακοφόρος.
German (Pape)
[Seite 1230] ion. = θωρακοφόρος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ion. c. θωρακοφόρος.
Greek Monolingual
θωρηκοφόρος, -ον (Α)
ιων. τ. του θωρακοφόρος.
Greek Monotonic
θωρηκοφόρος: -ον, Ιων. αντί θωρακοφόρος.