παιδόφιλος

From LSJ
Revision as of 08:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδόφῐλος Medium diacritics: παιδόφιλος Low diacritics: παιδόφιλος Capitals: ΠΑΙΔΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: paidóphilos Transliteration B: paidophilos Transliteration C: paidofilos Beta Code: paido/filos

English (LSJ)

ον,

   A loving children, fem. παιδοφίλη, epith. of Demeter, Orph.H.40.13; Γέλλως παιδοφιλωτέρα, of over-fond mothers, Sapph.47.

German (Pape)

[Seite 442] Kinder, bes. Knaben liebend, wie παιδεραστής. – Ein Sprichwort Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα erwähnt Zenob. 3, 3. – Ein fem. παιδοφίλη, Beiname der Ceres, Orph. H. 39, 13.

Greek (Liddell-Scott)

παιδόφῐλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς παῖδας, θηλ. παιδοφίλη, ἐπίθετ. τῆς Δήμητρος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 13· Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα, «ἐπὶ τῶν ἀώρως τελευτησάντων, ἤτοι ἐπὶ τῶν φιλοτέκνων μὲν, τρυφῇ δὲ διαφθειρόντων αὐτὰ» Ζηνόβ. 3, 3. Παροιμιογρ.

Greek Monolingual

παιδόφιλος, -ον, θηλ. και παιδοφίλη (Α)
1. αυτός που αγαπά τα παιδιά, φιλότεκνος
2. παιδεραστής
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοφίλη
προσωνυμία της Δήμητρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φίλος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδόφιλος -η -ον [παῖς, φίλος] (zijn of haar) kinderen liefhebbend.