παντοκράτειρα
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
[κρᾰ], ἡ, pecul. fem. of παντοκράτωρ, Orph.H.10.4, POxy.1380.20 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 464] ἡ, fem. zum Folgdn, Orph. H. 9, 4.
Greek (Liddell-Scott)
παντοκράτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ παντοκράτωρ, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 4.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. παντοκράτορας.