πολύβρωτος

From LSJ
Revision as of 22:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβρωτος Medium diacritics: πολύβρωτος Low diacritics: πολύβρωτος Capitals: ΠΟΛΥΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: polýbrōtos Transliteration B: polybrōtos Transliteration C: polyvrotos Beta Code: polu/brwtos

English (LSJ)

ον,

   A devoured, mangled, μέλεα, of Actaeon, Nonn.D.5.502.

German (Pape)

[Seite 660] sehr angefressen, verzehrt, Nonn. D. 5, 502.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβρωτος: -ον, καταβεβρωμένος πανταχόθεν, κατεσπαραγμένος, μέλεα, ἐπὶ τοῦ Ἀκταίωνος, Νόνν. Δ. 5. 502.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
κατασπαραγμένος, καταφαγωμένος («πολύβρωτα μέλεα», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βρωτός, ρηματ. επίθ. του βιβρώσκω (πρβλ. ημί-βρωτος)].