πρωτόγαλα
English (LSJ)
ακτος, τό,= πυός, Gal.19.131; =
A colostra, Gloss.
German (Pape)
[Seite 804] τό, die erste Muttermilch, -brust, wie πῦος, Galen. im plur. πρωτογάλακτα.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόγᾰλα: -ακτος, τό, τὸ μετὰ τὸν τοκετὸν πρῶτον γάλα, πρωτόγαλα, Γαλην. τ. 2, 99F, ἴδε πυός.
Greek Monolingual
-άλακτος, το, ΝΜΑ
1. το γάλα που εκκρίνεται τις πρώτες ημέρες αμέσως μετά τον τοκετό από τους μαστούς της γυναίκας και όλων τών θηλυκών θηλαστικών και το οποίο έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που το κάνουν να διακρίνεται από το κανονικό γάλα, αλλ. πύαρ, κν. κολάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + γάλα.