ἀβελτέρειος
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
α, ον, lengthd. for ἀβέλτερος, as ἡμετέρειος for ἡμέτερος, Hdn.Gr.1.137; prob. (for -ίου) in Anaxandr.12 (Dind.).
German (Pape)
[Seite 2] = ἀβέλτερος, angef. bei Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβελτέρειος: -α, -ον, ἐκτεταμ. τύπος ἀντὶ ἀβέλτερος, ὡς ἡμετέρειος ἀντὶ ἡμέτερος, Εὐστ. 1930. 32, Ἐτυμ. Μ. 429: διορθωθὲν ὑπὸ Δινδορφ. ἐν Ἀναξανδρ. «Ἑλένῃ» 1, ἀντὶ ἀβελτερίου.
Spanish (DGE)
-α, -ον bobo Hdn.Gr.1.137, 2.438, cf. ἀβελτήριον.