ἀνέγρομαι

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέγρομαι Medium diacritics: ἀνέγρομαι Low diacritics: ανέγρομαι Capitals: ΑΝΕΓΡΟΜΑΙ
Transliteration A: anégromai Transliteration B: anegromai Transliteration C: anegromai Beta Code: a)ne/gromai

English (LSJ)

late poet. form for ἀνεγείρομαι, formed from the aor. ἀνηγρόμην, Opp.H.2.204, Q.S.5.610.

German (Pape)

[Seite 220] erwachen, praes., Opp. Hal. 2, 204; Qu. Sm. 5, 610.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέγρομαι: μεταγεν. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἀνεγείρομαι. σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ ἀορ. ἀνηγρόμην, Ὀππ. Ἁλ. 2. 204, Κόϊντ Σμ. 5. 610.

Spanish (DGE)

despertarse νυκτὶ δὲ μοῦνον ἀνέγρεται ἠδ' ἀλάληται Opp.H.2.204, νεκρὸς δ' οὔ τι γόοισιν ἀνέγρεται Q.S.5.610, εἰς φῶς πολὺ ... ἀ. Plu.2.764e, cf. 2.75e, Luc.DMar.14.2.

Greek Monolingual

ἀνέγρομαι (AM)
ανεγείρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + έγρομαι, υστερογενής ενεστώτας του εγείρω].