κάρδιον

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρδιον Medium diacritics: κάρδιον Low diacritics: κάρδιον Capitals: ΚΑΡΔΙΟΝ
Transliteration A: kárdion Transliteration B: kardion Transliteration C: kardion Beta Code: ka/rdion

English (LSJ)

τό, Dim. of καρδία,

   A heart-shaped ornament, IG11(2).161B 116 (pl., Delos, iii B.C.).

Greek Monolingual

το (Α κάρδιον) νεοελλ. ζωολ. γένος ελασματοβράγχιων μαλακίων της οικογένειας Cordiidae
αρχ.
κόσμημα που είχε σχήμα καρδιάς, αλλ. καρδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδία. Με τη νεοελλ. σημ. αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardium < card- (πρβλ. καρδία) + νεολατ. κατάλ. -ium που αποδίδεται με την -ιον)].