ηπειρώ

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

ἠπειρῶ, -όω (Α) ήπειρος
1. μεταβάλλω σε ήπειρο, σε ξηρά («ἠπείρους ἐθαλάττωσαν και θαλάττας ἠπείρωσαν», Αριστοτ.)
2. παθ. ἠπειροῡμαι, -όομαι
γίνομαι ήπειρος, ενώνομαι με τη στεριά («καί εἰσι τῶν νήσων, αἵ ἠπείρωνται», Θουκ.).