θυελλοφορούμαι

From LSJ
Revision as of 18:20, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

θυελλοφοοῦμαι, -έομαι (Α)
φέρομαι από τη θύελλα, παρασύρομαι από θύελλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + -φορούμαι (< -φόρος < φέρω), πρβλ. θεο-φορούμαι, πνευματο-φορούμαι].