λυκοσκυτάλιον

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκοσκῠτάλιον Medium diacritics: λυκοσκυτάλιον Low diacritics: λυκοσκυτάλιον Capitals: ΛΥΚΟΣΚΥΤΑΛΙΟΝ
Transliteration A: lykoskytálion Transliteration B: lykoskytalion Transliteration C: lykoskytalion Beta Code: lukoskuta/lion

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A = σησαμοειδὲς τὸ μέγα, ib.4.149.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de maïs, plante.
Étymologie: λύκος, σκυτάλιον.

Greek Monolingual

λυκοστυτάλιον, τὸ (Α)
το φυτό σησαμοειδές το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + σκυτάλιον, υποκορ. του σκυτάλη «ράβδος»].