Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
helper, associate: P. and V. συνεργός, ὁ or ἡ, συλλήπτωρ, ὁ, κοινωνός, ὁ or ἡ, P. συναγωνιστής, ὁ.
state agent: P. πρόξενος, ὁ.
hireling: Ar. and P. μισθωτός, ὁ.
he who acts: P. and V. ὁ δρῶν.