batter
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
strike: P. and V. κρούειν, κόπτειν, συγκόπτειν (Eur., Cyclops), Ar. and V. παίειν (rare P.), ἀράσσειν, θείνειν.
break: P. and V. ῥηγνύναι, καταρρηγνύναι, ἀπορρηγνύναι, καταγνύναι, συντρίβειν (Eur., Cyclops), Ar. and V. θραύειν (rare P.), V. συνθραύειν, συναράσσειν.
batter down: P. and V. ἀνατρέπειν, κατασκάπτειν, P. κατασείειν, V. ἐρείπειν.