levy
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
requisition: P. and V. ἐπιτάσσειν, προστάσσειν, τάσσειν, P. ἐκλέγειν.
levy money: P. ἀργυρολογεῖν (absol.).
he levied money for the navy: P. ἠργυρολόγησεν εἰς τὸ ναυτικόν (Thuc. 8, 3).
levy tribute from the Greeks: P. δασμολογεῖν τοὺς Ἕλληνας (Isoc. 184C).
exact: Ar. and P. ἀναπράσσειν; see exact.
collect: P. and V. συλλέγειν, συνάγειν; see collect.
levy war on: P. πόλεμον ἐπιφέρειν (dat.), πόλεμον ἐκφέρειν πρός (acc.).
substantive
muster: P. and V. σύνοδος, ἡ, σύλλογος, ὁ, V. ἄθροισμα, τό.
hold a levy (for the army): P. καταλόγους ποιεῖσθαι.
levying money, subs.: P. ἀργυρολογία, ἡ (Xen.); adj., Ar. and P. ἀργυρολόγος.