ἀργυρολογία

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρολογία Medium diacritics: ἀργυρολογία Low diacritics: αργυρολογία Capitals: ΑΡΓΥΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: argyrología Transliteration B: argyrologia Transliteration C: argyrologia Beta Code: a)rgurologi/a

English (LSJ)

ἡ, levying of money, X.HG1.1.8, etc.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 recaudación de un tributo ᾤχοντο ἐπ' ἀργυρολογίαν ἔξω τοῦ Ἑλλησπόντου X.HG 1.1.8, ἐπ' ἀργυρολογίαν ἐπαναπεπλευκέναι X.HG 4.8.35, τὴν ἀργυρολογίαν ἀνεδέξατο D.C.48.2.2.
2 extorsión de dinero, PBeatty Panop.2.229 (IV d.C.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
perception d'une contribution.
Étymologie: ἀργυρολόγος.

German (Pape)

ἡ, das Eintreiben des Geldes, der Contribution, Xen. Hell. 1.1.5.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρολογία:взыскивание денег, обложение контрибуцией Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρολογία: ἡ, συλλογὴ χρημάτων, εἴσπραξις χρημάτων, φορολογία, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 8, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α ἀργυρολογία) αργυρολόγος
νεοελλ.
η συγκέντρωση χρημάτων που γίνεται με αναξιοπρέπεια και για ιδιοτελείς σκοπούς
αρχ.
η φορολογία.

Greek Monotonic

ἀργῠρολογία: ἡ, καταναγκαστική συλλογή χρημάτων, είσπραξη χρημάτων, φορολογία, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀργυρολόγος
a levying of money, Xen.

English (Woodhouse)

levying money

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)