mangle
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. σπαράσσειν (Plato), V. σπᾶν, κνάπτειν, ἀρταμεῖν, διαρταμεῖν, Ar. and V. διασπᾶσθαι, διασπαράσσειν, καταξαίνειν.
tear in pieces: V. διαφέρω, διαφέρειν, Ar. and V. διαφορεῖν.
outrage: P. and V. λυμαίνεσθαι (acc. or dat.), αἰκίζεσθαι, λωβᾶσθαι (Plato).
Met., mangle a speech in reciting it: P. λυμαίνεσθαι (Dem. 315).