offensive
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. βαρύς, ἐπαχθής, P. ἀηδής.
causing jealousy: P. and V. ἐπίφθονος.
in bad taste: P. and V. πλημμελής, Ar. and P. ἄγροικος.
insulting: P. ὑβριστικός, V. κακόστομος; see abusive.
take the offensive: P. ἐπιχειρεῖν (Thuc. 3, 12), προεπιχειρεῖν (Thuc. 6, 34).
offensive and defensive alliance: P. συμμαχία ὥστε τοὺς αὐτούς ἐχθροὺς καὶ φίλους νομίζειν (Thuc. 1, 44).