Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
something that mitigates: V. μείλιγμα, τό, θελκτήριον, τό.
remedy: P. and V. φάρμακον, τό, V. ἄκος, τό. μῆχος, τό.