μῆχος
English (LSJ)
εος, τό, means, expedient, remedy, Il.2.342, Od.12.392, Hdt. 2.181, 4.151; κακῶν E.Andr.536 (lyr.); νόσω Theoc.2.95: c. inf., οὐδὲν ἔσται μ. ὠφελεῖν πάτραν Lyc.1459. (Cf. Goth. mag 'can'; if μηχανή (Dor. μᾱχ-) is cogn., μᾶχος must be read in Theoc. l.c. with some codd.)
German (Pape)
[Seite 181] τό, poet. = μηχανή, künstliches Mittel, Hülfsmittel; οὐδέ τι μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσθα, Il. 2, 342, vgl. 9, 249, οὐδέ τι μῆχος ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ' ἄκος εὑρεῖν, gegen ein Uebel, u. Od. 12, 392. 14, 238; κακῶν, Eur. Andr. 537; κακοῦ, auch Her. 2, 181. 4, 151; νόσῳ, Theocr. 2, 95; Anacr. 25, 17.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
moyen, particul. expédient, remède, préservatif : τινός, contre qch.
Étymologie: R. Μαχ, être long.
Russian (Dvoretsky)
μῆχος: дор. μᾶχος, εος τό средство, способ (μ. τι εὑρέμεναι Hom.): μ. κακῶν Eur. способ помочь в несчастьях.
Greek (Liddell-Scott)
μῆχος: τό, ἀρχαία ποιητικὴ ῥίζα τοῦ μηχανή, μέσον, τρόπος θεραπείας, Ἰλ. Β. 342· μῆχος κακοῦ, θεραπεία κακοῦ, ὡς τὸ ἄκος, Ὀδ. Μ. 392, Ἡρόδ. 2. 181., 4. 151· κακῶν Εὐρ. Ἀνδρ. 536· νόσῳ Θεόκρ. 2. 95· - οὕτω καὶ φρουρᾶς ἐτείας μῆχος Αἰσχύλ. Ἀγ. 2 (κατὰ τὸν Valck. ἀντὶ μῆκος, ἂν καὶ ἀλλαχοῦ ὁ Αἰσχύλ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον μῆχαρ)· μετ’ ἀπαρ., Λυκόφρ. 1459. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τά: μῆχαρ, μηχανή, μηχανάομαι· πρβλ. Γοτθ. mag-an (δύνασθαι, ἰσχύειν), mah-ts (δύναμις)· Γερμαν. mögen, vermög-en, mach-t, Ἀγγλ. migh-t.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
μῆχος και δωρ. τ. μᾱχος, τὸ (Α)
μέσον, τρόπος, βοήθημα, φάρμακο («χαλεπᾶς νόσω εὗρε τι μῆχος», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μηχανή.
Greek Monotonic
μῆχος: τό, μέσο, τρόπος, γιατρικό, σε Ομήρ. Ιλ.· μῆχος κακοῦ, γιατρικό για ασθένεια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· κακῶν, σε Ευρ.
Middle Liddell
μῆχος, εος, τό,
a means, expedient, remedy, Il.; μῆχος κακοῦ a remedy for Ill, Od., Hdt.; κακῶν Eur.
English (Woodhouse)
remedy, cure for, remedy against
Translations
remedy
Arabic: تِرْيَاق; Moroccan Arabic: دْوا; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde