αἰνικτής
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = αἰνικτήρ, of Heraclitus, Timo 43.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνικτής: -οῦ, = ὁ ἐνεκτήρ, περὶ Ἡρακλείτου, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 6.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
que se expresa con sentencias enigmáticasde Heráclito, Timo SHell.817.