αὐετής
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
i. e. ἀ-ϝετής, ές, (ἀ- copul., ἔτος)
A = αὐτοετής, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
αὐετής: ὃ ἐ, ἀFετής, ές, (α ἀθροιστ. καὶ ἕτος) = αὐτοετής, Ἡσύχ.· ὡσαύτως ἀετής, «ἀετέα· τὰ τῷ αὐτῷ ἔτει γεννώμενα» ὁ αὐτ.
Spanish (DGE)
-ές del mismo año Hsch. • DMic.: au-u-te (??).
Greek Monolingual
ο (Α)
ο αετής.