Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
V. and V. τολμηρός, θρασύς, V. πάντολμος, παντότολμος.
wicked: P. and V. κακός, πανοῦργος, πονηρός, V. παντουργός.
reckless: P. and V. εὐχερής; see reckless.