γενεθλιαλογικός

From LSJ
Revision as of 22:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενεθλιᾱλογικός Medium diacritics: γενεθλιαλογικός Low diacritics: γενεθλιαλογικός Capitals: ΓΕΝΕΘΛΙΑΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: genethlialogikós Transliteration B: genethlialogikos Transliteration C: genethlialogikos Beta Code: geneqlialogiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for nativity-casting, Ptol.Tetr.54: ἡ -κή (sub. τέχνη), = foreg., Ph.1.464.

German (Pape)

[Seite 481] ή, όν, das Nativitätsstellen betreffend, ἡ -ική, Sterndeutekunst, Philo., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γενεθλιᾱλογικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὸ μαντεύεσθαι ἐκ τῶν ἀστερισμῶν, Ὠριγέν., κλπ.· ἡ -κὴ (ἐξυπακ. τέχνη) = τῷ προηγ., Φίλων 1. 466.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
concerniente a los horóscopos μέρος Ptol.Tetr.2.1.2, κέντρα Vett.Val.76.14, ζῴδιον Vett.Val.203.12, ῥήματα Procl.in R.129.12
subst. ἡ γ. (sc. τέχνη) arte de hacer horóscopos, astrología Ph.1.464
ὁ γ. autor de horóscopos Gal.15.441.

Greek Monolingual

γενεθλιαλογικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γενεθλιαλογία
2. το θηλ. ως ουσ. η γενεθλιαλογική
η γενεθλιαλογία.