γιγγραντός

From LSJ
Revision as of 15:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γιγγραντός Medium diacritics: γιγγραντός Low diacritics: γιγγραντός Capitals: ΓΙΓΓΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: gingrantós Transliteration B: gingrantos Transliteration C: giggrantos Beta Code: giggranto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A composed for the γίγγρας, μέλη γ.. of 'scrannel pipes', Ath.4.175b.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγραντός: -ή, -όν, συντεθειμένος διὰ τὸν γίγγραν, ὡς καλοῦνται τὰ μέλη τοῦ Ἀξιονίκου παρ᾿ Ἀθην. 175Β.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
mús. propio de flauta fenicia μέλη γιγγραντὰ καὶ κακὸν μέγα de canciones de Eurípides, Axionic.3.3, cf. γίγγρας.

Greek Monolingual

γιγγραντός, -ή, -όν (Α) γίγγρος
(για μουσικές μελωδίες) αυτός που έχει συντεθεί για να εκτελεσθεί με γίγγρα.