γυναικάνηρ

From LSJ
Revision as of 15:51, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικάνηρ Medium diacritics: γυναικάνηρ Low diacritics: γυναικάνηρ Capitals: ΓΥΝΑΙΚΑΝΗΡ
Transliteration A: gynaikánēr Transliteration B: gynaikanēr Transliteration C: gynaikanir Beta Code: gunaika/nhr

English (LSJ)

[ᾰ], ανδρος, ὁ,

   A woman-man: dat. pl., γυναικάνδρεσσι Epich.218, cf. Eust.1132.32.

German (Pape)

[Seite 510] -ανδρος, weibischer Mann, Epicharm. bei Schol. Il. 8, 527 γυναικάνδρεσσι.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικάνηρ: ὁ, ἀνὴρ ἐν γυναικείᾳ μορφῇ, γυναικώδης, θηλυδρίας, δοτ. πληθ. γυναικάνδρεσσι Ἐπίχ. 156 Ahr.

Spanish (DGE)

(γῠναικάνηρ) -άνδρος, ὁ

• Prosodia: [-ᾰ-]
andrógino, afeminado γυναικάνδρεσσι ποθεινοί Epich.181, cf. Eust.1132.32.

Greek Monolingual

γυναικάνηρ, ο (Α)
γυναικωτός, θηλυπρεπής.