γευματικός
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ή, όν, dub. sens.,
A χιτών Schwyzer 462B29 (Tanagra, iii B. C.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
sent. dud. χιτῶνα κορικὸν γευματικόν Schwyzer 462B.29 (Tanagra III a.C.).