διαρραφή
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ἡ,
A sewing up, Sor.2.40.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
cirug. sutura οὔτε διαρραφαῖς χρῆσθαι δυνατόν ἐστιν Sor.119.9, δ.· διακέντησις διὰ βελό[ν] ης καὶ ῥάμματος ἢ μί[τ] ου διαφερομένου κατὰ [π] ολλὰς ἐπιβολάς medic. en AfP 2.1903.2.