δραπετεία
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
ἡ,
A running away, Hsch. s.v. δράσκασις.
German (Pape)
[Seite 665] ἡ, das Entfliehen, Hesych.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 fuga Hsch.s.u. δράσκασις.
2 expulsión, acción de poner en fuga δαιμόνων Ps.Caes.43.25.