δωροκοπέω
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
A bribe, LXX.Si.32(35).12:—Pass., ib.3 Ma. 4.19.
German (Pape)
[Seite 695] bestechen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
δωροκοπέω: διαφθείρω τινὰ διὰ δώρων, Ἑβδ. (Σειρὰχ λβ΄, 12). -Παθ., αὐτόθι (3 Μακκ. δ΄, 19)· -ἐντεῦθεν -κοπία, παροχὴ δώρων (πρὸς διαφθοράν), Ἀκύλας ΙΙ. Δ.
Spanish (DGE)
sobornar μὴ δωροκόπει LXX Si.35.11, en v. pas. LXX 3Ma.4.19.